χαλκίδες

χαλκίδες
χαλκίς
a brazen pot.
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Χαλκίδες — Χαλκίς a brazen pot. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκίγκος — (scincus). Φολιδωτό ερπετό της οικογένειας των Σκιγκιδών, της υπόταξης των σαυροειδών. Ζει στις ερημικές ζώνες της νοτιοδυτικής Ασίας και της Β. Αφρικής. Στο γένος χαλκίδης της ίδιας οικογένειας ανήκουν ο χαλκίδης ο τριδάκτυλος, συνολικού μήκους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”